Απόσπασμα από το βιβλίο μου 'Ατάλαντος Κηφήνας' Ήταν πάντα πειθαρχημένος και τακτικός. Ξυπνούσε πολύ πρωί, έπαιρνε το πρωινό του και τακτοποιούσε μόνος το σπίτι. Τις περισσότερες μέρες πήγαινε στον ειδικά διαμορφωμένο χώρο του σπιτιού που είχε τα σύνεργά του. Το καβαλέτο καλυμμένο από πάνω έως κάτω με όλα τα χρώματα που μπορούσε κανείς να φανταστεί, τα πινέλα του παρατεταγμένα από το μεγαλύτερο έως το μικρότερο και η παλέτα του πάντα λερωμένη. Έτσι τα ήθελε και δεν έπρεπε κανένας να τα πειράξει. Όποτε είχε έμπνευση έπρεπε να δημιουργεί. Η διαδικασία της προετοιμασίας των υλικών σταματούσε τη δημιουργικότητά του. Ο μάγειρας για να μαγειρέψει πρέπει πρώτα να έχει τα υλικά έτοιμα. Μόνο που στην περίπτωση του μάγειρα τα υλικά χαλούν και αυτό πρέπει να γίνεται κάθε φορά. Τα χρώματα όμως μπορούν να παραμείνουν έτσι για όσο διάστημα χρειάζεται. Σε μια παλιά καρέκλα ήταν ριγμένη μια ξεθωριασμένη ρόμπα, που τη χρησιμοποιούσε όταν εργαζόταν. Από μέσα πάντα φορούσε αξιοπρεπή ρούχα και ήθελε να τα προστατέψει. Το μόνο που λερωνόταν ήταν τα χέρια του, τα οποία καθάριζε σχολαστικά μαζί με τα πινέλα μετά το πέρας της εργασίας. Αντιπαθούσε τους ζωγράφους που φορούσαν γάντια. «Δεν μπορεί ένας σοβαρός ζωγράφος να ζωγραφίζει με γάντια» έλεγε, «τα γάντια είναι μόνο για τους γιατρούς και για τις κυρίες που ζωγραφίζουν και δε θέλουν να χαλάσουν τα νύχια τους». Τελειοθήρας όπως ήταν, πίστευε ότι η λεπτομέρεια μπορούσε να επιτευχθεί μόνο αν πέρα από τα πινέλα χρησιμοποιούσε παράλληλα και τα χέρια του. Στο εργαστήριο δεν έμπαινε άλλος κανείς, όχι μόνο για να μην πειράξει οτιδήποτε, αλλά και γιατί δεν ήθελε να δουν τους πίνακές του ημιτελείς. Ήθελε να ολοκληρώσει ένα έργο για να το παρουσιάσει. Μέχρι να πραγματοποιηθεί αυτό έχανε συχνά τον ύπνο του ή τουλάχιστον του κοβόταν η όρεξη να βγει έξω.
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑπόσπασμα από το βιβλίο μου 'Ατάλαντος Κηφήνας'
ΑπάντησηΔιαγραφήΉταν πάντα πειθαρχημένος και τακτικός. Ξυπνούσε πολύ πρωί, έπαιρνε το πρωινό του και τακτοποιούσε μόνος το σπίτι. Τις περισσότερες μέρες πήγαινε στον ειδικά διαμορφωμένο χώρο του σπιτιού που είχε τα σύνεργά του. Το καβαλέτο καλυμμένο από πάνω έως κάτω με όλα τα χρώματα που μπορούσε κανείς να φανταστεί, τα πινέλα του παρατεταγμένα από το μεγαλύτερο έως το μικρότερο και η παλέτα του πάντα λερωμένη. Έτσι τα ήθελε και δεν έπρεπε κανένας να τα πειράξει.
Όποτε είχε έμπνευση έπρεπε να δημιουργεί. Η διαδικασία της προετοιμασίας των υλικών σταματούσε τη δημιουργικότητά του. Ο μάγειρας για να μαγειρέψει πρέπει πρώτα να έχει τα υλικά έτοιμα. Μόνο που στην περίπτωση του μάγειρα τα υλικά χαλούν και αυτό πρέπει να γίνεται κάθε φορά. Τα χρώματα όμως μπορούν να παραμείνουν έτσι για όσο διάστημα χρειάζεται.
Σε μια παλιά καρέκλα ήταν ριγμένη μια ξεθωριασμένη ρόμπα, που τη χρησιμοποιούσε όταν εργαζόταν. Από μέσα πάντα φορούσε αξιοπρεπή ρούχα και ήθελε να τα προστατέψει. Το μόνο που λερωνόταν ήταν τα χέρια του, τα οποία καθάριζε σχολαστικά μαζί με τα πινέλα μετά το πέρας της εργασίας. Αντιπαθούσε τους ζωγράφους που φορούσαν γάντια. «Δεν μπορεί ένας σοβαρός ζωγράφος να ζωγραφίζει με γάντια» έλεγε, «τα γάντια είναι μόνο για τους γιατρούς και για τις κυρίες που ζωγραφίζουν και δε θέλουν να χαλάσουν τα νύχια τους». Τελειοθήρας όπως ήταν, πίστευε ότι η λεπτομέρεια μπορούσε να επιτευχθεί μόνο αν πέρα από τα πινέλα χρησιμοποιούσε παράλληλα και τα χέρια του.
Στο εργαστήριο δεν έμπαινε άλλος κανείς, όχι μόνο για να μην πειράξει οτιδήποτε, αλλά και γιατί δεν ήθελε να δουν τους πίνακές του ημιτελείς. Ήθελε να ολοκληρώσει ένα έργο για να το παρουσιάσει. Μέχρι να πραγματοποιηθεί αυτό έχανε συχνά τον ύπνο του ή τουλάχιστον του κοβόταν η όρεξη να βγει έξω.